ἱερουργός — sacrificing priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερουργός — ο αυτός που τελεί τις θρησκευτικές τελετές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερουργοί — ἱερουργός sacrificing priest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργούς — ἱερουργός sacrificing priest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργῷ — ἱερουργός sacrificing priest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργόν — ἱερουργός sacrificing priest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαροργός — ἱαροργός, ὁ (Α) ιερουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ιερουργός] … Dictionary of Greek
Σελλοί — Αναφέρονται και ως Ελλοί. Οι αρχαιότατοι κάτοικοι της κοιλάδας της Δωδώνης, η οποία ονομάστηκε από αυτούς Ελλοπία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Στράβωνα οι Σ. ήταν βάρβαροι «ανιπτόποδες» και κοιμούνταν καταγής. Πολλοί τους θεωρούσαν λαό,… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek